- ὑδροφορικός
- ὑδροφορ-ικός, ή, όν,A for carrying water,
ἀγγεῖον Suid.
s.v. κρωσσός. Adv. -κῶς like a water-carrier,κινεῖσθαι Alex.
Aphr. in Top.440.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀγγεῖον Suid.
s.v. κρωσσός. Adv. -κῶς like a water-carrier,κινεῖσθαι Alex.
Aphr. in Top.440.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υδροφορικός — ή, ό / ὑδροφορικός; ή, όν, ΝΑ [υδροφόρος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή είναι χρήσιμος για τη μεταφορά νερού (α. «υδροφορικό σύστημα» πολύπλοκο σύστημα υδροφόρων αγωγών τών εχινοδέρμων, μέσω τού οποίου τίθενται σε κίνηση οι βαδιστικοί ποδίσκοι… … Dictionary of Greek
υδροφορικός — ή, ό που έχει σχέση με την υδροφορία (βλ. λ.), ο χρήσιμος στην υδροφορία: Υδροφορικό όχημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑδροφορικόν — ὑδροφορικός for carrying water masc acc sg ὑδροφορικός for carrying water neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροφορικῶς — ὑδροφορικός for carrying water adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek